- πολύνιφος
- -ον, Αο πολυνιφής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -νιφος (< νίφα, ποιητ. αιτ. τού *νίψ «χιόνι»), πρβλ. δύσ-νιφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύνιφον — πολύνιφος deep with snow masc/fem acc sg πολύνιφος deep with snow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)